πάνδεινος

πάνδεινος
(I)
ο
ζωολ. γένος αραχνιδίων τής τάξης τών σκορπιών που ζουν στην τροπική Αφρική και τών οποίων το κέντρισμα είναι ανώδυνο, αλλά δηλητηριώδες και κάποτε θανατηφόρο.
————————
(II)
-η, -ο / πάνδεινος, -ον, ΝΑ
δεινός από κάθε άποψη, πάρα πολύ δεινός, πολύ φοβερός, τρομερός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πάνδεινα
μεγάλα δεινά, μεγάλες συμφορές, μεγάλες ταλαιπωρίες, πολλά βάσανα
αρχ.
1. πολύ ικανός, ευφυής
2. (και ειρων.) επιδέξιος, καπάτσος
3. (ρηματ. φρ.) «πάνδεινόν (ἐστι)» — είναι πολύ προσβλητικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + δεινός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πάνδεινος — all dreadful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανδείνως — πάνδεινος all dreadful adverbial πάνδεινος all dreadful masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάνδεινον — πάνδεινος all dreadful masc/fem acc sg πάνδεινος all dreadful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανδεινοτάτης — πάνδεινος all dreadful fem gen superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανδείνοις — πάνδεινος all dreadful masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανδείνων — πάνδεινος all dreadful masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάνδεινα — πάνδεινος all dreadful neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάνδεινοι — πάνδεινος all dreadful masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκορπιοί — Όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα γένη αρθρόποδων, της τάξης των σκορπιονιδών, της ομοταξίας των αραχνιδίων. Οι σ. αποτελούνται από ένα μπροστινό τμήμα, που λέγεται πρόσωμα ή κεφαλοθώρακας, προστατευόμενο από μια ραχιαία χιτινώδη ασπίδα… …   Dictionary of Greek

  • δεινός — ή, ό (AM δεινός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που προκαλεί δέος, φοβερός («δεινή συμφορά, καταστροφή κ.λπ.», «κάμπους τοὺς πολλοὺς καὶ τὰς δεινὰς κλεισούρας», «δεινὸς δ εἰς ὦπα ἰδέσθαι» που η εμφάνισή του προκαλεί τρόμο) 2. πολύ ικανός, δυνατός («δεινός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”